- εξεσις
- ἔξεσις-εως, ион. ιος ἥ [ἐξίημι] отсылка, изгнание
ἔ. τῆς γυναικός Her. — развод с женой
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἔ. τῆς γυναικός Her. — развод с женой
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
έξεσις — ἔξεσις, η (Α) αποπομπή γυναίκας, διαζύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + έσις (< ίημι)] … Dictionary of Greek
ἔξεσις — dismissal fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξέσιος — ἔξεσις dismissal fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)